- οξυγονούχος
- -α, -οαυτός που περιέχει οξυγόνο: Οξυγονούχο νερό, αλλ. οξυζενέ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οξυγονούχος — α, ο (ιδίως για υγρά) αυτός που περιέχει οξυγόνο («οξυγονούχο ύδωρ» [φαρμ.] διάλυμα υπεροξειδίου τού υδρογόνου που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό για τον καθαρισμό τραυμάτων, κοιν. οξυζενέ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυγόνο + ούχος (< έχω). Η λ.… … Dictionary of Greek
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
υπεροξυγονούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν χημ. (για χημ. ένωση) αυτός που περιέχει στο μόριό του περισσότερο οξυγόνο από αυτό που περιέχεται σε μια κανονική ένωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. peroxygene < λατ. per «πολύ, υπερβολικά» + γαλλ. oxygene … Dictionary of Greek